ἀφιστάμενος

古希腊语

编辑

发音

编辑
 

分词

编辑

ἀφιστάμενος (aphistámenosm (阴性 ἀφιστᾰμένη,中性 ἀφιστάμενον); 第一类/第二类

  1. ἀφίστημι (aphístēmi)现在时中动态分词

变格

编辑