ἐγκυκλιωτέρου

古希腊语

编辑

发音

编辑
 

形容词

编辑

ἐγκυκλιωτέρου (enkukliōtérou)

  1. ἐγκῠκλῐώτερος (enkukliṓteros)阳性/中性属格单数