ἐνδεέστερος

古希腊语

编辑

发音

编辑
 

形容词

编辑

ἐνδεέστερος (endeésterosm (阴性 ἐνδεεστέρᾱ,中性 ἐνδεέστερον); 第一类/第二类

  1. ἐνδεής (endeḗs)比较级

变格

编辑