ἐπαιρόμενος

古希腊语

编辑

发音

编辑
 

分词

编辑

ἐπαιρόμενος (epairómenosm (阴性 ἐπαιρομένη,中性 ἐπαιρόμενον); 第一类/第二类

  1. ἐπαίρω (epaírō)现在时中动态分词

变格

编辑