ῥητορικώτερος

古希腊语

编辑

发音

编辑
 

形容词

编辑

ῥητορῐκώτερος (rhētorikṓterosm (阴性 ῥητορῐκωτέρᾱ,中性 ῥητορῐκώτερον); 第一类/第二类

  1. ῥητορῐκός (rhētorikós)比较级

变格

编辑

派生语汇

编辑
  • 拉丁语: rhētoricōteros