源自古希腊语 ὑγιεινή (hugieinḗ) τέχνη (tékhnē, “健康学”) ← ὑγιεινός (hugieinós, “健康的,平安的”) ← ὑγιής (hugiḗs, “健康,平安”)。
hygiène f (复数 hygiènes)