Λιθουανός

希臘語 編輯

名詞 編輯

Λιθουανός (Lithouanósm (複數 Λιθουανοί,陰性 Λιθουανή)

  1. 立陶宛人(多指男性)

變格 編輯

相關詞彙 編輯