Ουγγαρέζα

希臘語

編輯

名詞

編輯

Ουγγαρέζα (Oungarézaf (複數 Ουγγαρέζες,陽性 Ουγγαρέζος)

  1. 匈牙利人(女性)

變格

編輯

相關詞彙

編輯