Πορτογάλος

希臘語 編輯

其他寫法 編輯

名詞 編輯

Πορτογάλος (Portogálosm (複數 Πορτογάλοι,陰性 Πορτογαλίδα)

  1. 葡萄牙人(多指男性)

變格 編輯

相關詞彙 編輯