Σπανιόλος

希臘語

編輯

名詞

編輯

Σπανιόλος (Spaniólosm (複數 Σπανιόλοι,陰性 Σπανιόλα)

  1. (口語) Ισπανός (Ispanós)的另一種寫法

變格

編輯