άγαλμα
希臘語
編輯詞源
編輯名詞
編輯άγαλμα (ágalma) n (複數 αγάλματα)
變格
編輯άγαλμα的變格
相關詞彙
編輯- αγαλματάκι n (agalmatáki, 「小雕像」)
- αγαλματένιος (agalmaténios, 「雕塑般的」)
- αγαλματίδιο n (agalmatídio, 「小雕像」)
- αγαλμάτινος (agalmátinos, 「似雕像的」)
- αγαλμάτιο n (agalmátio, 「小雕像」)
- αγαλματοποιείο n (agalmatopoieío, 「雕刻家工作室」)
- αγαλματοποιία f (agalmatopoiía, 「雕塑,雕刻」)
- αγαλματώδης (agalmatódis, 「雕塑般的」)
拓展閱讀
編輯派生語彙
編輯- → 阿羅馬尼亞語: agalmã