希臘語 編輯

詞源 編輯

源自古希臘語 ἄμπελος (ámpelos)

發音 編輯

名詞 編輯

άμπελος (ámpelosf (複數 άμπελοι)

  1. (正式) αμπέλι (ampéli)的另一種寫法

變格 編輯