άμυλο
希臘語
編輯詞源
編輯名詞
編輯άμυλο (ámylo) n (複數 άμυλα)
變格
編輯同類詞彙
編輯- αλεύρι n (alévri, 「麵粉」)
相關詞彙
編輯- αμυλάλευρο n (amylálevro, 「粉狀澱粉」)
- αμυλάση f (amylási, 「澱粉酶」)
- αμυλοζάχαρο n (amylozácharo, 「澱粉糖」)
- αμυλόκολλα f (amylókolla, 「澱粉糊」)
- αμυλοπηκτίνη n (amylopiktíni, 「支鏈澱粉」)
- αμυλούχος (amyloúchos, 「澱粉的」)
- αμυλώδης (amylódis, 「澱粉的」)
- μύλος m (mýlos, 「磨坊」)