希臘語 編輯

其他寫法 編輯

形容詞 編輯

άπτερος (ápterosm (陰性 άπτερη άπτερος,中性 άπτερο)

  1. 無翼

變格 編輯

相關詞彙 編輯

  • 參見:φτερό n (fteró, 翅膀;羽毛)