αγέλη
參見:ἀγέλη
希臘語
編輯詞源
編輯發音
編輯名詞
編輯αγέλη (agéli) f (複數 αγέλες)
變格
編輯相關詞彙
編輯- αγελάδα f (ageláda, 「母牛,奶牛」)
- αγελαδάρης m (ageladáris, 「牧牛人」)
- αγελαδάρισσα f (ageladárissa, 「女牧牛人」)
- αγελαίος (agelaíos, 「群居的;庸俗的」)
- αγελαδινός (ageladinós, 「牛的」)
- αγελαδοκόμος (ageladokómos, 「養牛人」)
- αγελαδοτρόφος (ageladotrófos, 「養牛人」)
- αγεληδόν (agelidón)