希臘語 編輯

詞源 編輯

源自古希臘語 ἀγενής (agenḗs, 低賤的)

發音 編輯

形容詞 編輯

αγενής (agenísm (陰性 αγενής,中性 αγενές)

  1. 粗魯的,無禮
    Αυτή η υπάλληλος ήταν αγενέστατη.
    Aftí i ypállilos ítan agenéstati.
    那個員工最粗魯
  2. 賤金屬

變格 編輯

近義詞 編輯

反義詞 編輯

相關詞彙 編輯