αγλύκαντος

希臘語 編輯

形容詞 編輯

αγλύκαντος (aglýkantosm (陰性 αγλύκαντη,中性 αγλύκαντο)

  1. 不夠
  2. (味道)

變格 編輯

近義詞 編輯