αγοροκόριτσο

希臘語 編輯

詞源 編輯

αγόρι (agóri, 男孩) +‎ κορίτσι (korítsi, 女孩)

名詞 編輯

αγοροκόριτσο (agorokóritson (複數 αγοροκόριτσα)

  1. 假小子

變格 編輯

近義詞 編輯

同類詞彙 編輯

相關詞彙 編輯