αγραμματοσύνη

希臘語

編輯

詞源

編輯

αγράμματος (agrámmatos, 文盲的) +‎ -σύνη (-sýni, 名詞後綴)

名詞

編輯

αγραμματοσύνη (agrammatosýnif (複數 αγραμματοσύνες)

  1. 文盲

變格

編輯

相關詞彙

編輯