αγωνιώδης

希臘語

編輯

形容詞

編輯

αγωνιώδης (agoniódism (陰性 αγωνιώδης,中性 αγωνιώδες)

  1. 焦躁的,急躁

變格

編輯

相關詞彙

編輯
參見:αγώνας m (agónas, 努力,奮鬥;比賽)