αδολίευτος
匈牙利語
編輯形容詞
編輯αδολίευτος (adolíeftos) m (陰性 αδολίευτη,中性 αδολίευτο)
變格
編輯 αδολίευτος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | αδολίευτος • | αδολίευτη • | αδολίευτο • | αδολίευτοι • | αδολίευτες • | αδολίευτα • |
屬格 | αδολίευτου • | αδολίευτης • | αδολίευτου • | αδολίευτων • | αδολίευτων • | αδολίευτων • |
賓格 | αδολίευτο • | αδολίευτη • | αδολίευτο • | αδολίευτους • | αδολίευτες • | αδολίευτα • |
呼格 | αδολίευτε • | αδολίευτη • | αδολίευτο • | αδολίευτοι • | αδολίευτες • | αδολίευτα • |
近義詞
編輯- άδολος (ádolos)