αεροδρομικός
希臘語 編輯
形容詞 編輯
αεροδρομικός (aerodromikós) m (陰性 αεροδρομική,中性 αεροδρομικό)
- (航空) 機場的
- το αεροδρομικό μουσείο ― to aerodromikó mouseío ― 機場博物館
變格 編輯
αεροδρομικός 的變格
相關詞彙 編輯
- αεροδρόμιο n (aerodrómio, 「機場」)
αεροδρομικός (aerodromikós) m (陰性 αεροδρομική,中性 αεροδρομικό)