希臘語

編輯

詞源

編輯

源自古希臘語 ἀλλά (allá, 但是)

連詞

編輯

αλλά (allá)

  1. 但是
    Είναι έξυπνος αλλά τεμπέλης.
    Eínai éxypnos allá tempélis.
    他聰明,但是人懶。

近義詞

編輯