αμάλγαμα
希臘語 編輯
詞源 編輯
借自法語 amalgame,源自中世紀拉丁語 amalgama,源自阿拉伯語 مَلْغَم (malḡam),源自古希臘語 μάλαγμᾰ (málagma)。μάλαμα (málama)的同源對似詞。
發音 編輯
名詞 編輯
αμάλγαμα (amálgama) n (複數 αμαλγάματα)
變格 編輯
αμάλγαμα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αμάλγαμα • | αμαλγάματα • |
屬格 | αμαλγάματος • | αμαλγαμάτων • |
賓格 | αμάλγαμα • | αμαλγάματα • |
呼格 | αμάλγαμα • | αμαλγάματα • |
同類詞彙 編輯
- κράμα n (kráma, 「合金」)
相關詞彙 編輯
- αμαλγαμώνω (amalgamóno, 「使汞合;合併」)
- αμαλγάμωση f (amalgámosi, 「汞合」)
- αμαλγαμάτωση f (amalgamátosi)