參見:ἀμβλύς

希臘語 編輯

詞源 編輯

源自古希臘語 ἀμβλύς (amblús)

形容詞 編輯

αμβλύς (amvlýsm (陰性 αμβλεία,中性 αμβλύ)

  1. 遲鈍
  2. (幾何學) 鈍角
    αμβλεία γωνίαamvleía gonía

變格 編輯

反義詞 編輯

  • οξύς (oxýs, 銳利的,尖銳的)

相關詞彙 編輯