αμυλούχος

希臘語 編輯

形容詞 編輯

αμυλούχος (amyloúchosm (陰性 αμυλούχη,中性 αμυλούχο)

  1. 澱粉的,澱粉質的

變格 編輯

近義詞 編輯

相關詞彙 編輯