αμφίστομος

希臘語 編輯

形容詞 編輯

αμφίστομος (amfístomosm (陰性 αμφίστομη,中性 αμφίστομο)

  1. 雙刃
  2. 兩個開口
  3. 模稜兩可

變格 編輯

近義詞 編輯