αναπλειστηριασμός
希臘語
編輯詞源
編輯仿譯自法語 nouvelle anchère。詞法上,由ανα- (「再次」) + πλειστηριασμός (「拍賣」)構成。[1]
發音
編輯名瓷
編輯αναπλειστηριασμός (anapleistiriasmós) m (複數 αναπλειστηριασμοί)
變格
編輯αναπλειστηριασμός的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αναπλειστηριασμός • | αναπλειστηριασμοί • |
屬格 | αναπλειστηριασμού • | αναπλειστηριασμών • |
賓格 | αναπλειστηριασμό • | αναπλειστηριασμούς • |
呼格 | αναπλειστηριασμέ • | αναπλειστηριασμοί • |
相關詞彙
編輯- αναπλειστηριάζω (anapleistiriázo, 「再拍賣」)
參考資料
編輯- ↑ αναπλειστηριασμός in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.