古典借詞,源自古希臘語 ἀναρχίᾱ (anarkhíā)。等同於αν- (an-, 否定前綴) + αρχή (archí, 「權力,權威」) + -ία (-ía, 名詞後綴)。
αναρχία (anarchía) f (不可數)