ανθοδέσμη

希臘語

編輯

名詞

編輯

ανθοδέσμη (anthodésmif (複數 ανθοδέσμες)

  1. 花束
    近義詞: μπουκέτο (boukéto)

變格

編輯

相關詞彙

編輯