αντίμετρο

希臘語 編輯

名詞 編輯

αντίμετρο (antímetron (複數 αντίμετρα)

  1. 對策 (更常用複數形式)

變格 編輯

相關詞彙 編輯

  • 參見:μέτρο n (métro, 測量;公尺)