ανυπόδητος

希臘語 編輯

其他形式 編輯

形容詞 編輯

ανυπόδητος (anypóditosm (陰性 ανυπόδητη,中性 ανυπόδητο)

  1. 光腳的,赤腳
    近義詞: ξυπόλυτος (xypólytos)απαπούτσωτος (apapoútsotos)ξεκάλτσωτος (xekáltsotos)
    反義詞: παπουτσωμένος (papoutsoménos)

變格 編輯