源自古希臘語 ἀποβάθρα (apobáthra)。απο- (apo-) 來自 ἀπό (apó, 「從」) + βαθρ- + 後綴 -α (-a),源自古希臘語 βάθρον n (báthron, 「底座;臺」),詞幹 βα- 來自動詞 βαίνω (baínō)。[1]
αποβάθρα (apováthra) f (複數 αποβάθρες)