αρτοποιείο

希臘語 編輯

詞源 編輯

άρτος (ártos, 麵包) +‎ -ποιείο (-poieío, 製造廠)

名詞 編輯

αρτοποιείο (artopoieíon (複數 αρτοποιεία)

  1. 麵包店

變格 編輯

近義詞 編輯

相關詞彙 編輯