αρτοπωλείο
希臘語
編輯詞源
編輯άρτος (ártos, 「麵包」) + πωλώ (poló, 「賣」) + -είο (-eío, 表示建築或地方的後綴)
名詞
編輯αρτοπωλείο (artopoleío) n (複數 αρτοπωλεία)
變格
編輯αρτοπωλείο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αρτοπωλείο • | αρτοπωλεία • |
屬格 | αρτοπωλείου • | αρτοπωλείων • |
賓格 | αρτοπωλείο • | αρτοπωλεία • |
呼格 | αρτοπωλείο • | αρτοπωλεία • |
近義詞
編輯相關詞彙
編輯- 參見:άρτος m (ártos, 「麵包」)