ατμόπλοιο

希臘語 編輯

詞源 編輯

ατμός (atmós, 蒸汽) +‎ πλοίο (ploío, )仿譯英語 steamboat

名詞 編輯

ατμόπλοιο (atmóploion (複數 ατμόπλοια)

  1. (航海) 汽船

變格 編輯

相關詞彙 編輯

拓展閱讀 編輯