βαθυσκάφος

希臘語 編輯

詞源 編輯

βαθύς (vathýs, 深的) +‎ σκάφος (skáfos, 船身,船)

名詞 編輯

βαθυσκάφος (vathyskáfosn (複數 βαθυσκάφη)

  1. 深海潛水艇

變格 編輯

拓展閱讀 編輯