βαμβακερός

希臘語

編輯

詞源

編輯

源自βαμβάκι (vamváki, 棉花)

形容詞

編輯

βαμβακερός (vamvakerósm (陰性 βαμβακερή,中性 βαμβακερό)

  1. 棉花的,棉質的
    κλωστή βαμβακερήklostí vamvakerí
    βαμβακερές μπλούζεςvamvakerés bloúzes襯衫

變格

編輯