βιαζόμενος

古希臘語 編輯

發音 編輯

 

分詞 編輯

βῐαζόμενος (biazómenosm (陰性 βῐαζομένη,中性 βῐαζόμενον); 第一類/第二類

  1. βιάζομαι (biázomai)現在時中間態分詞

變格 編輯