βιβλιοδέτης

希臘語 編輯

名詞 編輯

βιβλιοδέτης (vivliodétism f (複數 βιβλιοδέτες)

  1. 裝訂者,裝訂工人

變格 編輯

近義詞 編輯

相關詞彙 編輯

參見:βιβλιοδεσία f (vivliodesía, 裝訂)