βιογραφία
希臘語
編輯名詞
編輯βιογραφία (viografía) f (複數 βιογραφίες)
變格
編輯βιογραφία的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | βιογραφία • | βιογραφίες • |
屬格 | βιογραφίας • | βιογραφιών • |
賓格 | βιογραφία • | βιογραφίες • |
呼格 | βιογραφία • | βιογραφίες • |
相關詞彙
編輯- βιογραφικός f (viografikós)
- αυτοβιογραφία f (aftoviografía, 「自傳」)