γάιδαρος
希臘語
編輯其他寫法
編輯有四十餘種含有詞幹γ-δ-ρ的方言變體。
- γάδαρος m (gádaros) (現代方言,也用於中古、中世紀希臘語)
- γαΐδαρος m (gaḯdaros) (舊式,也用於中世紀希臘語)
- γαϊδούρι n (gaïdoúri) (常用變體)
- 參見近義詞章節
詞源
編輯源自公元2世紀的通用希臘語 γάδαρος (gádaros)[1]。中世紀希臘語中作γάιδαρος (gáidaros)/γάδαρος (gádaros)/γαΐδαρος (gaḯdaros)[2]、γαϊδάριον (gaïdárion)[3]。本詞的詞源說法有以下幾種:
- 不確定,有爭議:源自阿拉伯語غَيْذَار (ḡayḏār, 「刺耳;壓迫」)。[4]
- 基於γαύδαρος (gávdaros)的詞形,參見阿拉伯語 كَوْدَن (kawdan, 「馱畜,尤指騾」),[5]也見於和闐語 [需要文字] (khaḍara, 「騾」)[6],其可能是土耳其語 katır (「騾」)、哈薩克語 қашыр (qaşyr, 「騾」)等詞的來源。
- 或源自印地語 ghádar、gadarō 或 gadaró(「吉普賽人」)。[7]
- 並非源自γαϊδούρι (gaïdoúri) < (καρ)γαδούρι ((kar)gadoúri),源自威尼斯語cargatore (字面意思是「攜帶者」),源自cargar (「背在自己身上」)。[8]
- 並非源自古希臘語γάδος (gádos, 「鱈魚」),常見名稱:γαϊδουρόψαρο (gaïdourópsaro)。
發音
編輯名詞
編輯γάιδαρος (gáidaros) m (複數 γάιδαροι,陰性 γαϊδούρα 或 γαϊδάρα)
- 驢(Equus asinus)
- (口語,貶義,比喻義) 粗魯、沒教養的人
- Τι γάιδαρος ήταν ο αδελφός της, που δεν μας είπε ούτε ένα «γεια»!
- Ti gáidaros ítan o adelfós tis, pou den mas eípe oúte éna «geia»!
- 她兄弟真沒禮貌,見到咱們都不問聲好!
變格
編輯γάιδαρος的變格
近義詞
編輯- ἀείδαρος m (aeídaros) (中世紀希臘語,由錯誤詞源而來)[9]
- όνος m (ónos) (正式、古舊)
- 方言:
- (幽默) κυρ- (kyr-)Μέντιος (Méntios),源自Μενδαῖος ὄνος,指城市Μένδη (Méndē)
- 參見其他寫法章節
派生詞
編輯源自 γαϊδαρ-
- γαϊδάρα f (gaïdára, 「母驢」)
- γαϊδαράκος m (gaïdarákos, 指小詞)
源自 γαϊδουρ-
- γαϊδούρα f (gaïdoúra)
- γαϊδουράγκαθο n (gaïdourágkatho, 「蘇格蘭薊」)
- γαϊδουράκι n (gaïdouráki, 指小詞)
- γαϊδουράκος m (gaïdourákos, 指小詞)
- γαϊδουριά f (gaïdouriá, 「粗魯,無禮」)
- γαϊδουρινός (gaïdourinós, 「粗野的,無禮的」)
- γαϊδουρίσιος (gaïdourísios)
- γαϊδουρόβηχας m (gaïdouróvichas, 「劇烈咳嗽」)
- γαϊδουρογάιδαρος m (gaïdourogáidaros, 最高級)
- γαϊδουρογυρεύω (gaïdourogyrévo, 「做無用的搜尋」) (用於諺語)
- γαϊδουροδένω (gaïdourodéno, 「把驢拴起來」) (用於諺語)
- γαϊδουροκαβαλαρία f (gaïdourokavalaría, 「騎驢士兵」)
- γαϊδουροκαλόκαιρο n (gaïdourokalókairo, 「三伏天」)
- γαϊδουρολάτης m (gaïdourolátis, 「騎驢嚮導」)
- γαϊδουρομούλαρο n (gaïdouromoúlaro, 「雄馬雌驢生下的騾」)
- γαϊδουροτόμαρο n (gaïdourotómaro, 「驢皮」)
- γαϊδουρότριχα f (gaïdourótricha, 「驢毛」)
- γαϊδουροφωνάρα f (gaïdourofonára, 「非常大的聲音」)
- γαϊδουρόψαρο n (gaïdourópsaro, 「鱈魚」) 〈口〉
帶 γάιδαρος 或 γαϊδούρι 的短語
- γάιδαρος/γαϊδούρι ξεκαπίστρωτο (xekapístroto)
- γάιδαρος/γαϊδούρι ξεσαμάρωτο (xesamároto)
帶 γάιδαρος 的短語
派生詞
- γάιδαρος με περικεφαλαία (gáidaros me perikefalaía)
- δένω τον γάιδαρό μου (déno ton gáidaró mou, 「鞏固某人的地位」, 字面意思是「拴好自己的驢」)
- κατά φωνή κι ο γάιδαρος (katá foní ki o gáidaros, 「說曹操,曹操到」, 字面意思是「一叫驢就來」)
- σκάω γάιδαρο (skáo gáidaro, 「考驗某人的耐心,逼瘋某人」, 字面意思是「把驢弄炸」)
帶 γαϊδουρ- 的短語
派生詞
- γαϊδουρινή υπομονή (ypomoní)
- κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε (kállio gaïdouródene pará gaïdourogýreve, 「防微杜漸」, 字面意思是「最好把自己的驢拴好,免得到時候要去找」)
- Κυπραίικο γαϊδούρι n (Kypraíiko gaïdoúri)
- μακριά γαϊδούρα f (makriá gaïdoúra)
- πετάει ο γάιδαρος; (petáei o gáidaros?)
帶 γάιδαρος 的諺語
派生詞
- δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα (dyo gáidaroi malónane se xénon achyróna, 「為不屬於自己的東西而爭吵」, 字面意思是「兩頭驢在陌生人的穀倉裡打架」)
- είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα (eípe o gáidaros ton peteinó kefála, 「五十步笑百步」, 字面意思是「驢說公雞傲慢」)
- ήταν στραβό το κλήμα, τό 'φαγε κι ο γάιδαρος (ítan stravó to klíma, tó 'fage ki o gáidaros, 「致命一擊」, 字面意思是「藤蔓彎下,還被驢吃掉」)
- κάποιου του χαρίζανε γάιδαρο κι αυτός τον κοίταζε στα δόντια (kápoiou tou charízane gáidaro ki aftós ton koítaze sta dóntia, 「不要對禮物吹毛求疵」, 字面意思是「送別人驢做禮物,還要看牙齒」)
- μαντζουράνα στο κατώφλι, γάιδαρος στα κεραμίδια (mantzourána sto katófli, gáidaros sta keramídia, 「事情不合常理」, 字面意思是「牛至生在門階,驢跑到屋頂的瓦片上」)
- (σιγά) μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου (mi stáxei i ourá tou gaïdárou, 「不要揀了芝麻,丟了西瓜」, 字面意思是「不要讓水從驢尾巴上滴落」)
- παλιός γάιδαρος καινούρια περπατησιά δε μαθαίνει (paliós gáidaros kainoúria perpatisiá de mathaínei, 「不接受新鮮事物」, 字面意思是「老驢學不會新的走路方式」)
- φάγαμε τον γάιδαρο, στην ουρά θα σταματήσουμε; (fágame ton gáidaro, stin ourá tha stamatísoume?, 「見好就收」, 字面意思是「我們吃了驢,是不是要在尾巴處停下來?」)
相關詞彙
編輯參考資料
編輯- ↑ γάδαρος in the Diccionario Griego–Español en línea (2006–2018)
- ↑ Template:R:Kriaras Medieval
- ↑ γαϊδάριον的詞形見於:
*Liddell-Scott、DGE,參見LOGEION。
*眾多現代希臘語詞典(如Institute Triantafyllidis、Babiniotis)中均有提及。 - ↑ 阿拉伯語源自 ga(i)dar,見於:
*γάιδαρος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
* Template:R:Babiniotis 2002
* Liddell-Scott,參見LOGEION - ↑ Lagarde, Paul de (1866年) Gesammelte Abhandlungen (德語),Leipzig:F. A. Brockhaus,第 54–55 Nr. 142 頁
- ↑ Template:R:kho:Bailey
- ↑ 印地語起源說見於Template:R:Kriaras Medieval。
其來源:Karapatosoglou, Kostas (1984)Κυπριακά έτυμα [塞浦路斯方言詞源] - ↑ γάιδαρος at en.academic.com retr:2018.08.03.
- ↑ Template:R:Kriaras Medieval