δουλωσόμενος

古希臘語 編輯

發音 編輯

 

分詞 編輯

δουλωσόμενος (doulōsómenosm (陰性 δουλωσομένη,中性 δουλωσόμενον); 第一類/第二類

  1. δουλόω (doulóō)將來時中間態分詞

變格 編輯