希臘語 編輯

名詞 編輯

εξόριστη (exóristif (複數 εξόριστες,陽性 εξόριστος)

  1. 流亡者

變格 編輯

形容詞 編輯

εξόριστη (exóristi)

  1. εξόριστος (exóristos)主格賓格呼格單數陰性形式。