ηλεκτρικό ρεύμα

希臘語 編輯

名詞 編輯

ηλεκτρικό ρεύμα (ilektrikó révman (複數 ηλεκτρικά ρεύματα)

  1. (物理學電力) 電流

相關詞彙 編輯

參見 編輯