κοιλιακός
希臘語
編輯形容詞
編輯κοιλιακός (koiliakós) m (陰性 κοιλιακή,中性 κοιλιακό)
變格
編輯 κοιλιακός 的變格
相關詞彙
編輯- κοιλιακός τύφος (koiliakós týfos, 「傷寒」)
- κοιλιακή μαρμαρυγή f (koiliakí marmarygí, 「心室纖顫」)
- 參見:κοιλιά f (koiliá, 「腹部;心房的」)
κοιλιακός (koiliakós) m (陰性 κοιλιακή,中性 κοιλιακό)