κρατούμενος
希臘語
編輯名詞
編輯κρατούμενος (kratoúmenos) m (複數 κρατούμενοι,陰性 κρατούμενη 或 κρατουμένη)
- 被拘留者
變格
編輯κρατούμενος的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | κρατούμενος • | κρατούμενοι • |
屬格 | κρατουμένου • | κρατουμένων • |
賓格 | κρατούμενο • | κρατουμένους • |
呼格 | κρατούμενε • | κρατούμενοι • |
相關詞彙
編輯- 參見:κράτος n (krátos, 「國家」)