λευκό αιμοσφαίριο
希臘語
編輯詞源
編輯λευκό (lefkó, 「白色」) + αιμοσφαίριο (aimosfaírio, 「血細胞」)
名詞
編輯λευκό αιμοσφαίριο (lefkó aimosfaírio) n (複數 λευκά αιμοσφαίρια)
- 〈生〉 白細胞
相關詞彙
編輯- 參見:αιμοσφαίριο n (aimosfaírio, 「血細胞」)
λευκό (lefkó, 「白色」) + αιμοσφαίριο (aimosfaírio, 「血細胞」)
λευκό αιμοσφαίριο (lefkó aimosfaírio) n (複數 λευκά αιμοσφαίρια)