λευκό αιμοσφαίριο

希臘語 編輯

詞源 編輯

λευκό (lefkó, 白色) + αιμοσφαίριο (aimosfaírio, 血細胞)

名詞 編輯

λευκό αιμοσφαίριο (lefkó aimosfaírion (複數 λευκά αιμοσφαίρια)

  1. 白細胞

相關詞彙 編輯