源自中古希臘語 μάλαγμα (málagma),源自古希臘語 μάλαγμα (málagma),源自μαλάσσω (malássō, 「安撫,撫摸」)。αμάλγαμα (amálgama) 的同源對似詞。
μάλαμα (málama) n (複數 μαλάματα)