μαύρος
參見:μαυρός
希臘語
編輯詞源
編輯源自古希臘語 μαυρός (maurós)、μαῦρος (maûros, 「黑暗的」)。
發音
編輯形容詞
編輯μαύρος (mávros) m (陰性 μαύρη,中性 μαύρο)
使用注意
編輯- μαύρος 的比較級罕用,且在標準語法中屬錯誤用法。以下的形式來自19世紀的書籍,大多使用於方言諺語中:
- μαυρότερος(更加黑),μαυρότατος(最黑)
- 比較級:μαυρύτερος (類比μεγαλύτερος)
- 比較級:μαυρήτερος
- 最高級以前加κατα- (kata-)(κατάμαυρος)或罕用的παν- (pan-)(πάμμαυρος)組成。
- 近義詞μελανός (melanós)的比較級、最高級可作代替:μελανότερος (melanóteros)、μελανότατος (melanótatos)
變格
編輯 μαύρος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | μαύρος • | μαύρη • | μαύρο • | μαύροι • | μαύρες • | μαύρα • |
屬格 | μαύρου • | μαύρης • | μαύρου • | μαύρων • | μαύρων • | μαύρων • |
賓格 | μαύρο • | μαύρη • | μαύρο • | μαύρους • | μαύρες • | μαύρα • |
呼格 | μαύρε • | μαύρη • | μαύρο • | μαύροι • | μαύρες • | μαύρα • |
衍生 | 比較級:πιο + 肯定形(如 πιο μαύρος) 相對最高級:定冠詞 + πιο + 肯定形(如 ο πιο μαύρος) |
近義詞
編輯- εβένινος (evéninos) (尤指頭髮)
- ερεβώδης (erevódis)
- κορακάτος (korakátos) (尤指頭髮)
- μελανός (melanós)
- μπλάκης (blákis) (同性戀俚語)
- νέρος (néros) (同性戀俚語)
派生詞
編輯- ασπρόμαυρος (asprómavros, 「黑白的」)
- κατάμαυρος (katámavros, 「烏黑的」)
- μαυρίζω (mavrízo, 「(使)變黑,曬黑」)
- μαυρισμένος (mavrisménos, 「變黑的」)
- μαύρο μάτι n (mávro máti)
- μαύρο n (mávro, 「黑色」)
- μαυρώνω (mavróno, 「燒焦」)
- ολόμαυρος (olómavros, 「烏黑的」)
- πάμμαυρος (pámmavros, 「烏黑的」)
相關詞彙
編輯- αμαυρός (amavrós, 「沉悶的」)
拓展閱讀
編輯- μαύρος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.